πρωτοφυής

πρωτοφυής
πρωτοφυής
first-produced
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοφυής — ές, ΝΑ αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυής (< φυή / φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολυ φυής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφυές — πρωτοφυής first produced masc/fem voc sg πρωτοφυής first produced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοφυοῦς — πρωτοφυής first produced masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… …   Dictionary of Greek

  • πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόφυτος — η, ο / πρωτόφυτος, ον, ΝΑ πρωτοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυτός (< φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολύ φυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”